ἐννεακαίδεκα

ἐννεακαίδεκα
ἐννεα-καί-δεκα, neunzehn

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εννεακαίδεκα — ἐννεακαίδεκα (AM) άκλ. δεκαεννέα …   Dictionary of Greek

  • ἐννεακαίδεκα — nineteen indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννεακαίδεκ' — ἐννεακαίδεκα , ἐννεακαίδεκα nineteen indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννεακαίδεχ' — ἐννεακαίδεκα , ἐννεακαίδεκα nineteen indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… …   Deutsch Wikipedia

  • CASILINUM — Italiae oppid. in Campania. Plin. l. 3. c. 5. Strabo, l. 5. Γνωριμώτατοι δὲ τῶ ὁδῶν, ἥτε Α᾿ππία, καὶ ἡ Λατίνη καὶ ἡ Ο᾿υαλερία. μέση δ᾿ αὐτῶν ἡ Λατίνη, ἡ συμπίπτουσα τῇ Α᾿ππία κατα Κασιλῖνον πόλιν διέχουσαν Καπύης εννεακαίδεκα ςταδίους. Et postea… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • ԻՆՆԵՒՏԱՍՆ — (սին, սանց.) NBH 1 0853 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. ἑννεακαίδεκα, δεκαεννέα novendecim, undeviginti որ եւ ԻՆՆՈՒՏԱՍՆ. Տասն եւ ինն. ... *Քաղաքք իննեւտասն. Յես. ՟Ժ՟Թ. 38: *Հանդէս եղեւ ծառայիցն դաւթի՝ որ կոտորեցաւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”